- αντεκπλεω
- ἀντεκπλέωἀντ-εκπλέωвоен. выплывать против (кого-л.)
(τινι Thuc.; ἑξακοσίαις ναυσίν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινι Thuc.; ἑξακοσίαις ναυσίν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αντεκπλέω — ἀντεκπλέω (Α) εκπλέω εναντίον κάποιου που πλέει εναντίον μου … Dictionary of Greek
ἀντεκπλεῖν — ἀντεκπλέω sail out against pres inf act (attic epic doric) ἀντεκπλέω sail out against pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεκπλέοντας — ἀντεκπλέω sail out against pres part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic) ἀντεκπλέω sail out against pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεξέπλευσαν — ἀντεκπλέω sail out against aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek